- ἀθέμιτα
- ἄθεμιςlawlessmasc/fem acc sgἀθέμιστοςunlawfulneut nom/voc/acc plἀθέμιτοςunlawfulneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθέμιτος — η, ο (Α ἀθέμιτος, ον) αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα» νεοελλ. φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά… … Dictionary of Greek
неподобьныи — (190) пр. 1.Неподобающий: ни одиному клирикѹ. ни в городѣ сѹща ни на пѹти ходѧщю. в рiзы не(п)добны˫а облачитисѧ. КН 1280, 517г; Не плоть предажь пищи. и неподобнымь чрева сластемъ. (ταῖς ἀκαϑέκτοις) ПНЧ 1296, 67; неподобьно средн. в сост. сказ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
безбожьныи — (121) пр. Безбожный, иноверный; еретический; нечестивый: на обличениѥ безбожьны˫а ихъ. и преѡсквьрнѥны˫а ересы. (ἀϑέου) КЕ XII, 265а; дорофеи. иже тоѥ безбожноѥ ѥреси бывъ поборникъ. (ἀϑέως) КР 1284, 380в; безбожныи твои свѣтъ. (ἀϑέσμου) ПНЧ 1296 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άρρητος — η, ο (AM ἄρρητος, ον) ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος νεοελλ. άρρητα ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα μάραθα», «άρρατ αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα») αρχ. 1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός 2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός … Dictionary of Greek
αδικομαχώ — (Α ἀδικομαχῶ, έω) [ἀδικόμαχος] νεοελλ. μάταια κοπιάζω, ματαιοπονώ αρχ. αγωνίζομαι με άδικα, αθέμιτα μέσα, ιδιαίτερα σε δικαστικούς αγώνες … Dictionary of Greek
αθεμιτουργώ — ἀθεμιτουργῶ, ( έω) (Μ) [*ἀθεμιτουργός] κάνω παράνομα, αθέμιτα έργα, κάνω ανομίες … Dictionary of Greek
αισχροκερδής — ές (Α αἰσχροκερδής) νεοελλ. αυτός που επιτυχαίνει αθέμιτα κέρδη αρχ. αυτός που επιζητεί αισχρά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + κερδής < κέρδος. ΠΑΡ. αισχροκέρδεια, αισχροκερδώ] … Dictionary of Greek
αισχροκερδώ — ( έω) (Α αἰσχροκερδῶ) [αἰσχροκερδής] είμαι αισχροκερδής, ασκώ αισχροκέρδεια, πραγματοποιώ αθέμιτα κέρδη … Dictionary of Greek
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
ανταγωνισμός — (Βιολ.). Όρος ο οποίος αναφέρεται σε τρεις διαφορετικούς τομείς. 1. Α. που εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο οργανισμούς που μεγαλώνουν πολύ κοντά o ένας στον άλλο. Έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή της ανάπτυξης του ενός λόγω της δημιουργίας αντίξοων… … Dictionary of Greek